- επαιτεία
- η нищенство; попрошайничество (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαιτεία — και επαιτία, η (AM ἐπαιτεία) [επαίτης] ζητιανιά, το να επαιτεί κάποιος, το διακόνεμα … Dictionary of Greek
επαιτεία — η το να επαιτεί κανείς ή το να ζητιανεύει συστηματικά, η ζητιανιά, η διακονιά, το διακόνεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαιτικός — ή, ό (Μ ἐπαιτικός, ή, όν) [επαίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαίτη ή στην επαιτεία ή που γίνεται για επαιτεία, ο διακονιάρικος, ο ζητιάνικος («επαιτική διαγωγή», «επαιτική μέθοδος», «επαιτικά τάγματα») … Dictionary of Greek
αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… … Dictionary of Greek
αγυρτεία — η (Α ἀγυρτεία) [ἀγυρτεύω] νεοελλ. απάτη, ψευδολογία αρχ. επαιτεία … Dictionary of Greek
αζητιάνευτος — η, ο [ζητιανεύω] αυτός που δεν αποκτήθηκε με επαιτεία, με ζητιανιά … Dictionary of Greek
αντεπαιτικός — ή, ό αυτός που προσπαθεί να περιορίσει την επαιτεία … Dictionary of Greek
γύρεμα — το (Μ γύρευμα) [γυρεύω] 1. αναζήτηση 2. επαιτεία … Dictionary of Greek
διακονιό — το (AM διακόνιον) μσν. νεοελλ. ζητιανιά, επαιτεία αρχ. μσν. 1. το λειτούργημα τού διακόνου 2. η παράπλευρη στην εκκλησία αίθουσα όπου συγκεντρώνονται ο διάκονοι αρχ. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική της σύνδεση με το… … Dictionary of Greek
επαίτησις — ἐπαίτησις, η (Α) 1. επαιτεία 2. αίτηση, αίτημα … Dictionary of Greek
ζήτι — το 1. η ζητιανιά, η επαιτεία 2. παροιμ. «τού ζητιού τα κέρδη ντροπή και πομπιοσύνη» τα κέρδη που βγαίνουν από τη ζητιανιά είναι άξια ντροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματ. παράγ. < ζητώ πρβλ. εξαρτώ ξάρτι] … Dictionary of Greek